- τραγηματίζω
- τραγ-ημᾰτίζω,A eat
τραγήματα, ἐν τοῖς θεάτροις Arist. EN1175b12
:—more freq. in [voice] Med., Men.518.14, Thphr.Char.11.4, Ath.4.140e, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγήματα, ἐν τοῖς θεάτροις Arist. EN1175b12
:—more freq. in [voice] Med., Men.518.14, Thphr.Char.11.4, Ath.4.140e, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγηματίζω — eat pres subj act 1st sg τραγηματίζω eat pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζω — Α [τράγημα, τραγήματος] τρώω τραγήματα … Dictionary of Greek
τραγηματίζουσιν — τραγηματίζω eat pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραγηματίζω eat pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζειν — τραγηματίζω eat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζεσθαι — τραγηματίζω eat pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζεται — τραγηματίζω eat pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζοντες — τραγηματίζω eat pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτραγηματίζω — ἐπιτραγηματίζω (Α) προσφέρω κατά το γεύμα ως επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγηματίζω (< τράγημα «επιδόρπιο» < θ. τραγ (πρβλ. τραγ ανός τραγ είν, τρώγ ω)] … Dictionary of Greek
τραγηματισμός — ὁ, Α [τραγηματίζω] το να τρώει κανείς τραγήματα … Dictionary of Greek